ἀπέχθεια

ἀπέχθεια
ἀπέχθεια, ,
A hatred,
1 felt towards another,

πρός τινα D.18.36

, Arist.Pol.1305a23; διὰ τὴν ἀ. τοῦ πάθους for it, ib.
1274a40.
2 felt by others towards one, enmity, odium,

ὁ πράξας τὴν ἀ. αὐτῶν δίκαιος φέρεσθαι Antipho 3.4.2

, cf. Pl.Ap.28a, D.3.13
, etc.: in pl., enmities, Pl.Ap.23a, interpol. in D.9.64; θεοῖς δι' ἀπεχθείας ἐλθεῖν to be hated by them, A.Pr.121 (lyr.); δι' ἀ. γίγνεταί τι it becomes hateful, X.Hier.9.2; οὔτ' ἐκείνου πρὸς χάριν οὔτ' ἐμοῦ πρὸς ἀπέχθειαν
D5.7; ἀπέχθειαν φέρει τι it brings odium, Id.Prooem.44;

πολλὴν ἔχει ἀ. Arist.Pol.1322a2

; δείσας τὴν πρὸς ὑμᾶς ἀ. enmity with you,
Isoc.8.38;

μετὰ πολλῆς ἀ. Plb.1.66.9

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀπεχθεία — ἀπεχθείᾱ , ἀπέχθεια hatred fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεχθείᾳ — ἀπεχθείᾱͅ , ἀπέχθεια hatred fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπέχθεια — hatred fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απέχθεια — η (AM ἀπέχθεια) [απεχθής] αντιπάθεια, αποστροφή, εχθρότητα …   Dictionary of Greek

  • απέχθεια — η σιχαμάρα: Πάντα είχα μια απέχθεια στο πρόσωπο αυτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπεχθείας — ἀπεχθείᾱς , ἀπέχθεια hatred fem acc pl ἀπεχθείᾱς , ἀπέχθεια hatred fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεχθείαι — ἀπεχθείᾱͅ , ἀπέχθεια hatred fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεχθειῶν — ἀπέχθεια hatred fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεχθείαις — ἀπέχθεια hatred fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπέχθειαι — ἀπέχθεια hatred fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπέχθειαν — ἀπέχθεια hatred fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”